σπρώχνω
Προφορά
Ετυμολογία
σπρώχνω μεσαιωνική ελληνική σπρώχνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σπρώχνω
✦ χρησιμοποιώ δύναμη για να μετακινήσω κάποιον ή κάτι από τη θέση του: με έσπρωξε και έπεσα – έσπρωξε με το πόδι του την καρέκλα
✦ προωθώ
✦ (μτφ. ) προτρέπω, παρακινώ
✦ παρασύρω, εξωθώ
Συνώνυμα
απωθώ, σκουντώ
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–