σπρέι


σπρέι
Προφορά

Ετυμολογία
σπρέι └αγγλ┘spray

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σπρέι

✦ εκτόξευση υγρού (π.χ. άρωμα, αποσμητικό, εντομοκτόνο κτλ.) σε λεπτές σταγόνες
✦ ειδικός μηχανισμός προσαρμοσμένος στο δοχείο που περιέχει ένα υγρό ο οποίος, μετά από πίεση, εκτοξεύει το υγρό με μορφή λεπτών σταγόνων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.