σπουδαγμένος


σπουδαγμένος
Προφορά

Ετυμολογία
σπουδαγμένος μτχ. παθ. πρκμ. του σπουδάζω

Ερμηνεία
σπουδαγμένος

✦ -η, -ο κ. σπουδαγμένος, -η, -ο μτχ. ως επίθ. που έχει σπουδάσει, μορφωμένος: να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα
ασπούδαχτος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.