σπουδαίος


σπουδαίος
Προφορά

Ετυμολογία
σπουδαίος αρχαία ελληνική σπουδαῖος

Ερμηνεία
επίθετο┘ σπουδαίος -α, -ο

✦ ο άξιος προσοχής, σημαντικός: σπουδαίο έργο – κατόρθωμα
✦ ο πολύ ικανός ή πολύ ηθικός: σπουδαίος άνθρωπος – σπουδαία γυναίκα
✦ επωφελής, επικερδής: πήρε μια σπουδαία δουλειά
✦ φρ. παριστάνει – κάνει τον σπουδαίο, θέλει να φαίνεται σημαντικός ενώ δεν είναι – σπουδαίο πράμα – σπουδαία τα λάχανα, ειρων. για κάτι ασήμαντο – σπουδαίο υποκείμενο, ειρων. για κάποιον ασήμαντο και ιδ. ανήθικο

Συνώνυμα

Αντίθετα
ασήμαντος
Επιρρήματα
σπουδαία (Κ σπουδαίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.