σπουδή


σπουδή
Προφορά

Ετυμολογία
σπουδή αρχαία ελληνική σπουδή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σπουδή

✦ βιασύνη, γρηγοράδα: προχώρα μέσα με σπουδή (Β. Ρώτας)
✦ συστηματική μελέτη για εκμάθηση επιστήμης ή τέχνης: η σπουδή της νομικής επιστήμης
✦ συν. στον πληθ. σπουδές, η φοίτηση, η παρακολούθηση μαθημάτων σε ανώτατη ή ανώτερη σχολή: τελείωσε τις σπουδές του
✦ αναλυτική μελέτη, εξέταση ενός θέματος: σπουδή των ανθρώπινων σχέσεων
✦ προσχεδίασμα ζωγραφικού έργου
✦ μουσική σύνθεση ως άσκηση σε συγκεκριμένη τεχνική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.