σπορικό


σπορικό
Προφορά

Ετυμολογία
σπορικό └ουδ┘ του σπορικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σπορικό

✦ ο σπόρος, ο ιδιαίτερα κατάλληλος για σπορά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.