σπορίτης


σπορίτης
Προφορά

Ετυμολογία
σπορίτης σπόρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σπορίτης

✦ καρπός που αφήνεται να ωριμάσει ώστε να χρησιμοποιηθούν οι σπόροι του για σπορά
✦ (ως κύρ. όν.) ο μήνας Νοέμβριος

Συνώνυμα
σποριάς
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.