σπορ
Προφορά
Ετυμολογία
σπορ └αγγλ┘sport
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το σπορ
✦ άθλημα, αθλητικό παιχνίδι
✦ πληθ. τα σπορ, ο αθλητισμός
✦ το σύνολο των φυσικών δραστηριοτήτων στις οποίες επιδίδεται, κάποιος για άσκηση και αναψυχή: θαλάσσια σπορ – χειμερινά σπορ
✦ (κ. ως επίθ.) σπορ αυτοκίνητο, χαμηλό, συν. ανοιχτό αυτοκίνητο, που αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα
✦ (για ενδύματα κ. υποδήματα) ανεπίσημος: σπορ σακάκι – σπορ παπούτσια – σπορ ντύσιμο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–