σπονδυλωτός
Προφορά
Ετυμολογία
σπονδυλωτός σπόνδυλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σπονδυλωτός -ή, -ό
✦ ο αποτελούμενος από σπονδύλους και γεν. από συναρθρωμένα τμήματα
✦ (μτφ. για γραπτό έργο) που αποτελείται από τμήματα που παρουσιάζουν όμως θεματική ή νοηματική ενότητα
✦ πληθ. ουδ. σπονδυλωτά ως ουσ., συνομοταξία ζώων με σπονδυλική στήλη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–