σπονδή
Προφορά
Ετυμολογία
σπονδή αρχαία ελληνική σπονδή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σπονδή
✦ η έκχυση κρασιού ή άλλου υγρού από ειδικό αγγείο κατά τις ιεροτελεστίες των αρχαία ελληνική Ελλήνων
✦ (μτφ. ) προσφορά, θυσία
✦ φρ. σπονδή στο Βάκχο, κρασοκατάνυξη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–