σπινθηρίζω


σπινθηρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σπινθηρίζω μεταγενέστερη ελληνική σπινθηρίζω

Ερμηνεία
ρήμα σπινθηρίζω

✦ εκπέμπω σπινθήρες, πετώ σπίθες
✦ λαμποκοπώ, ακτινοβολώ
(μτφ. ) δείχνω εξυπνάδα, έχω μυαλό αστραφτερό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.