σπικάτο


σπικάτο
Προφορά

Ετυμολογία
σπικάτο └ιταλ┘spiccato

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σπικάτο

✦ η παραγωγή φθόγγων με σκιρτήματα του τόξου στις χορδές του οργάνου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.