σπιθόβολος
Προφορά
Ετυμολογία
σπιθόβολος σπιθοβολώ
Ερμηνεία
σπιθόβολος
✦ -ος, -ο κ. σπιθόβολος, -η, -ο επίθ. που εκπέμπει σπινθήρες
✦ (μτφ. ) έξυπνος, ευφυής: με την παντοτινά χαρούμενη διάθεση και το σπιθοβόλο πνεύμα του ήθελε να κρύβει τη μαύρη του απαισιοδοξία (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
σπινθηροβόλος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–