σπερμοφάγος


σπερμοφάγος
Προφορά

Ετυμολογία
σπερμοφάγος μεταγενέστερη ελληνική σπερματοφάγος

Ερμηνεία
σπερμοφάγος

✦ κ. σπερμοφάγος, -ος, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) (για ζώα) που τρώει σπόρους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.