σπερμολόγος
Προφορά
Ετυμολογία
σπερμολόγος αρχαία ελληνική επίθετο σπερμολόγος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η σπερμολόγος
✦ που μαζεύει σπέρματα
✦ (μτφ. ) που διαδίδει αδέσποτες φήμες, κακολόγος, κουτσομπόλης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–