σπαρταρίζω


σπαρταρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σπαρταρίζω αρχαία ελληνική ἀσπαίρω

Ερμηνεία
σπαρταρίζω

✦ κ. σπαρταρίζω ρ. (σπαρτάρ-ησα κ. -ισα) πάλλομαι, τινάζομαι σπασμωδικά: στη μέση του λιβαδιού, τ’ άλογο σπαρταρούσε με ανοιγμένη καρωτίδα (Μ. Καραγάτσης) – το ψάρι σπαρταρούσε στο αγκίστρι
✦ σφαδάζω: σπαρταρούσε από τον πόνο
✦ συγκλονίζομαι από έντονο συναίσθημα: και μια ζωή δεμένη σπαρταρά (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.