σπαθοφόρος


σπαθοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
σπαθοφόρος σπάθη + φέρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ σπαθοφόρος -α, -ο

✦ ο οπλισμένος με σπαθί
✦ (ειρων.) στρατιωτικός, αξιωματικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.