σπήλιο Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply σπήλιοΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/σπήλιο.mp3Ετυμολογίασπήλιο αρχαία ελληνική σπήλαιον Ερμηνεία σπήλιο ✦ (Κ σπήλαιον) βαθύ φυσικό κοίλωμα της γης κάτω από το έδαφος ή σε βράχια, η σπηλιά |(ιατρ.) παθολογική κοιλότητα στους πνεύμονες Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–