σπήλαιο


σπήλαιο
Προφορά

Ετυμολογία
σπήλαιο αρχαία ελληνική σπήλαιον

Ερμηνεία
σπήλαιο

✦ (Κ σπήλαιον) βαθύ φυσικό κοίλωμα της γης κάτω από το έδαφος ή σε βράχια, η σπηλιά |(ιατρ.) παθολογική κοιλότητα στους πνεύμονες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.