σπάθη
Προφορά
Ετυμολογία
σπάθη αρχαία ελληνική σπάθη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σπάθη
✦ όπλο με πλατύ και μακρύ έλασμα, κοφτερό από τη μια πλευρά, το σπαθί
✦ ξύλινος ή σιδερένιος μοχλός αρότρου
✦ υφαντικό εργαλείο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–