σούφρα


σούφρα
Προφορά

Ετυμολογία
σούφρα μεσαιωνική ελληνική σούφρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σούφρα

✦ πτύχωση, ρυτίδα
✦ μαρασμός βρέφους από έλλειψη τροφής
(μτφ. ) κλέψιμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.