σούσουρο


σούσουρο
Προφορά

Ετυμολογία
σούσουρο └ιταλ┘sussuro

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σούσουρο

✦ ψίθυρος, θόρυβος: άκουες ολοένα πατήματα στη σκάλα κι ένα σούσουρο ατέλειωτο (Π. Πρεβελάκης)
(μτφ. ) δυσφήμιση, σκάνδαλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.