σούργελο


σούργελο
Προφορά

Ετυμολογία
σούργελο – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σούργελο

✦ αυτός που με την εμφάνιση ή τη συμπεριφορά του επισύρει τον χλευασμό, γελοίος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.