σούπερ μάρκετ


σούπερ μάρκετ
Προφορά

Ετυμολογία
σούπερ μάρκετ └αγγλ┘super market

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σούπερ μάρκετ

✦ μεγάλο κατάστημα λιανικού εμπορίου, υπεραγορά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.