σούπερ


σούπερ
Προφορά

Ετυμολογία
σούπερ └αγγλ┘super

Ερμηνεία
επίθετο
άκλιτο┘ σούπερ

✦ έξοχος, θαυμάσιος, απαράμιλλος
✦ θηλ. η σούπερ ως ουσ., είδος βενζίνης ανώτερης ποιότητας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.