σούμα
Προφορά
Ετυμολογία
σούμα μεσαιωνική ελληνική σοῦμμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σούμα
✦ το ολικό ποσό, άθροισμα: όσο να ‘ναι θα σου ξεφεύγει κάνα νούμερο στη σούμα (Διδώ Σωτηρίου)
✦ οινόπνευμα από πρώτη απόσταξη, τσίπουρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–