σούκο


σούκο
Προφορά

Ετυμολογία
σούκο └γερμ┘ Schu(tz) – ko(ntact) (=επαφή ασφαλείας)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σούκο

✦ είδος πρίζας με γείωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.