σούζα
Προφορά
Ετυμολογία
σούζα └ιταλ┘suso
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ σούζα
✦ η στάση τετράποδου ζώου που στηρίζεται μόνο στα πίσω πόδια
✦ επίδειξη δεξιοτεχνίας οδηγού δικύκλου, που καθώς κινείται, στηρίζεται μόνο στην πίσω ρόδα
✦ φρ. στέκομαι σούζα, υπακούω με δουλοπρέπεια: μπροστά στ’ αφεντικά του, στέκεται σούζα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–