σοϊλίτικος


σοϊλίτικος
Προφορά

Ετυμολογία
σοϊλίτικος σοϊλής

Ερμηνεία
σοϊλίτικος

✦ κ. σοϊλίδικος, -η, -ο επίθ. (για ζώα κ. φυτά) ο από καλή ράτσα, ο από διαλεχτό είδος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.