σουτ
Προφορά
Ετυμολογία
σουτ └αγγλ┘shoot
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το σουτ
✦ το κλότσημα της μπάλας προς την αντίπαλη εστία
✦ (μπάσκετ) βολή της μπάλας προς το αντίπαλο καλάθι
✦ φρ. έφαγε σουτ, τον έδιωξαν, τον απέπεμψαν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–