σουρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
σουρώνω σειρώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σουρώνω
✦ στραγγίζω
✦ (για ύφασμα) σχηματίζω πτυχές
✦ σχηματίζω ζάρες από αδυναμία, μαζεύω
✦ (μτφ. ) εξασθενώ, αδυνατίζω
✦ (μτφ. για πρόσ.) μεθώ: ήταν σουρωμένος και δεν ήξερε τι έλεγε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–