σουρωμένος


σουρωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
σουρωμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος σουρώνω

Ερμηνεία
σουρωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. μεθυσμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.