σουνισμός
Προφορά
Ετυμολογία
σουνισμός └αγγλ┘sunnism
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σουνισμός
✦ κλάδος του ισλαμισμού, στον οποίο ανήκει η πλειονότητα των μουσουλμάνων, που δέχεται τις απόψεις και τα έθιμα της κοινότητας, αναγνωρίζει τους τέσσερις πρώτους χαλίφες ως νόμιμους διαδόχους του Μωάμεθ και πιστεύει ότι η ηγεσία του Ισλάμ δεν καθορίζεται από τη θεία έμπνευση αλλά από την πολιτική πραγματικότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–