σουλιμάς
Προφορά
Ετυμολογία
σουλιμάς └τουρκ┘sόlόmen
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σουλιμάς
✦ καλλυντικό, φτιασίδι
✦ ο διχλωριούχος άργυρος που χρησιμοποιείται ως δηλητήριο: θα ξαγοράζατε τους μαγέρους μου να ρίξουνε σουλιμά στο φαγί μου (Κ. Βάρναλης)
✦ σουλιμάς κόκκινος, οξείδιο του μολύβδου, μίνιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–