σουλατσαδόρος


σουλατσαδόρος
Προφορά

Ετυμολογία
σουλατσαδόρος └ιταλ┘sollazzatore

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σουλατσαδόρος

✦ θηλ. σουλατσαδόρισσα αυτός που κάνει σουλάτσα, που κόβει βόλτες, αργόσχολος: φρ. τοκιστής και σουλατσαδόρος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.