σουλατσάρω


σουλατσάρω
Προφορά

Ετυμολογία
σουλατσάρω └ιταλ┘sollazzare (=διασκεδάζω)

Ερμηνεία
σουλατσάρω

✦ κ. σουλατσέρνω ρ. κάνω περίπατο, κόβω βόλτες, σεργιανώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.