σουδάρι
Προφορά
Ετυμολογία
σουδάρι μεταγενέστερη ελληνική σουδάριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σουδάρι
✦ μαντίλι
✦ πλατιά λουρίδα από άσπρο πανί με την οποία, στα χρόνια του Χριστού, τύλιγαν το κεφάλι του νεκρού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–