σουβλίζω


σουβλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σουβλίζω μεσαιωνική ελληνική σουβλίζω

Ερμηνεία
ρήμα σουβλίζω

✦ τρυπώ με σουβλί
✦ περνώ, κρέας ή σφαχτό, στη σούβλα: στρώσαμε τραπέζια στους δρόμους, σουβλίσαμε αρνιά (Διδώ Σωτηρίου)
✦ (για πρόσ.) παλουκώνω, ανασκολοπίζω
(μτφ. ) προκαλώ διαπεραστικό πόνο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.