σουέτ


σουέτ
Προφορά

Ετυμολογία
σουέτ └γαλλ┘ suede

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σουέτ

✦ κατεργασμένο δέρμα πολυτελείας, το καστόρι
✦ ως επίθ., για παπούτσια ή ενδύματα από σουέτ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.