σου


σου
Προφορά

Ετυμολογία
σου └γαλλ┘ chou

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σου

✦ είδος μικρού γλυκίσματος, που συν. είναι γεμιστό με κρέμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.