σοτέ


σοτέ
Προφορά

Ετυμολογία
σοτέ └γαλλ┘ sauté

Ερμηνεία
σοτέ

✦ άκλ. φαγητό από κρέας ή λαχανικά ψημένα σε καυτό βούτυρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.