σοσιαλισμός
Προφορά
Ετυμολογία
σοσιαλισμός └γαλλ┘ socialisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σοσιαλισμός
✦ κοινωνικοοικονομική θεωρία που αποβλέπει στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και την κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
καπιταλισμός
Επιρρήματα
–