σοκακάς


σοκακάς
Προφορά

Ετυμολογία
σοκακάς σοκάκι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σοκακάς

✦ θηλ. σοκακού που γυρίζει στα σοκάκια, άνεργος και τεμπέλης
✦ το θηλ. σοκακού, γυναίκα του δρόμου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.