σοκάρω


σοκάρω
Προφορά

Ετυμολογία
σοκάρω └γαλλ┘ choquer

Ερμηνεία
ρήμα σοκάρω

✦ ενοχλώ με απρεπή λόγο ή πράξη
✦ σοκάρομαι, παθαίνω σοκ
✦ (απρόσ.) σοκάρει, είναι απρεπές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.