σοκάρω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply σοκάρωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/σοκάρω.mp3Ετυμολογίασοκάρω └γαλλ┘ choquer Ερμηνεία└ρήμα┘ σοκάρω ✦ ενοχλώ με απρεπή λόγο ή πράξη ✦ σοκάρομαι, παθαίνω σοκ ✦ (απρόσ.) σοκάρει, είναι απρεπές Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–