σοκάκι


σοκάκι
Προφορά

Ετυμολογία
σοκάκι └τουρκ┘sokak

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σοκάκι

✦ δρομάκι συνοικίας: απ’ το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι το ακάθαρτο και το στενό (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.