σοκ
Προφορά
Ετυμολογία
σοκ └γαλλ┘ choc
Ερμηνεία
σοκ
✦ άκλ. ουσ. (ιατρ.) το σύνολο των διαταραχών που προκαλούνται από μια βίαιη μεταβολή της κατάστασης του οργανισμού, π.χ. από τραυματισμό, απώλεια αίματος, έντονη συγκίνηση κτλ.
✦ (μτφ. ) οδυνηρό ξάφνιασμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–