σοβατίζω


σοβατίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σοβατίζω > sιvadιm, αόριστο του τούρκικου ρήματος sιvamak

Ερμηνεία
σοβατίζω

✦ κ. σοβαντίζω ρ. (σοβάτ-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) επιχρίω επιφάνεια τοίχου με σοβά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.