σοβαρός
Προφορά
Ετυμολογία
σοβαρός αρχαία ελληνική σοβαρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σοβαρός -ή, -ό
✦ αξιοπρεπής, επιβλητικός, ο με αυστηρό ύφος
✦ ο χωρίς διαχυτικότητες, ολιγόλογος
✦ (για πράγμ.) σημαντικός, αξιοπρόσεχτος
✦ (συνεκδ.) που εμπνέει φόβους, κινδύνους: σοβαρή κατάσταση – ασθένεια
✦ σπουδαίος, αξιόλογος
✦ φρ. το παίρνω στα σοβαρά, αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με σοβαρότητα: του προμάντευαν ένα μέλλον λαμπρό… Κι αυτός που είχε για κυριότερο χαρακτηριστικό του την ευπιστία, το πήρε στα σοβαρά (Άγγ. Τερζάκης)
Συνώνυμα
βαρύς
Αντίθετα
ελαφρός, επιπόλαιος
Επιρρήματα
σοβαρά (Κ σοβαρώς)