σοβαροφάνεια
Προφορά
Ετυμολογία
σοβαροφάνεια σοβαροφανής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σοβαροφάνεια
✦ η ιδιότητα του σοβαροφανούς, το να φαίνεται κάποιος σοβαρός, ενώ δεν είναι: γυρεύω λίγη σοβαρότητα στον τόπο μου. Οχι σοβαροφάνεια (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–