σνομπ


σνομπ
Προφορά

Ετυμολογία
σνομπ └αγγλ┘snob (=τσαγκάρης)• στην αργκό του πανεπιστημίου του Cambridge, αυτός που δεν είναι μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας, ο αστός σε αντίθεση προς τον σπουδαστή

Ερμηνεία
επίθετο
άκλιτο┘ σνομπ

✦ αυτός που θαυμάζει και μιμείται ακρίτως τους τρόπους, τη συμπεριφορά, τις συνήθειες και τις αντιλήψεις που επικρατούν στη θεωρούμενη ανώτερη κοινωνική τάξη και περιφρονεί ό,τι δεν προέρχεται απ’ αυτούς
✦ ματαιόδοξος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.